- οὐσιότης
- οὐσιότηςthe quality of existencefem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ουσιότης — οὐσιότης, ητος, ἡ (ΑΜ) [ουσία] 1. η ιδιότητα τής ύπαρξης 2. το να έχει κάτι ουσία … Dictionary of Greek
οὐσιότητα — οὐσιότης the quality of existence fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐσιότητος — οὐσιότης the quality of existence fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АЛКИНОЙ — АЛКИНОЙ Ἀλκίνους) (2 Я ПОЛ. 2 в. н. э.?), автор написанного по гречески сочинения, известного как «Учебник» или «Сводка платоновской философии» (варианты названия: Ἀλκινόου Διδασκαλικὸς τῶν Πλάτωνος δογμάτων Parisinus gr. 1962, Pinax, f. 146V … Античная философия